- ὑπερῴῳ
- ὑπερῴ̱ῳ , ὑπερῷονthe upper part of the houseneut dat sgὑπερῴ̱ῳ , ὑπερῷοςuppermasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оградъ — ОГРАД|Ъ (66), А с. 1.Ограда, стена; огороженное место: повелѣваѥть бо… мнихы иконы въ рꙊкахъ при˫ати, и сихъ носити выспрь. и по всемѹ ходити ѡградѹ манастырьскомѹ. (τὸν… περίπολον) ЖФСт к. XII, 117 об.; цр҃квь же Соломонъ посредѣ града создавъ…… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υπερώο — το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.) νεοελλ. εξώστης θεάτρου ή … Dictionary of Greek